Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66, παρ. 5 του ν. 3852/2010, όπως ισχύει, εάν η δημοτική παράταξη έχει τουλάχιστον τρία (3) μέλη, με αιτιολογημένη απόφαση και με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) αυτών, είναι δυνατόν να διαγραφεί σύμβουλος, ο οποίος είναι μέλος της.

Σύμφωνα εξάλλου με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, το μέλος που διαγράφηκε από την παράταξή του, δεν μπορεί να εξακολουθήσει να είναι μέλος του προεδρείου, όπου εκλέχτηκε ως μέλος της παράταξης από την οποία ανεξαρτητοποιήθηκε ή διαγράφηκε.

Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η μόνη προϋπόθεση για τη διαγραφή μέλους της δημοτικής παράταξης είναι αυτή να γίνει με τη συναίνεση των δύο τρίτων των μελών της. Διαγραφή που έχει γίνει κατά παράβαση της προϋπόθεσης αυτής δεν επιφέρει έννομες συνέπειες.

Σύμφωνα, εξάλλου, με την αρ. 91/59851/21.08.2019 εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών, το πρακτικό λήψης της σχετικής απόφασης από την παράταξη, το οποίο φέρει τις απαιτούμενες υπογραφές, κοινοποιείται υποχρεωτικά στον πρόεδρο του οικείου δημοτικού συμβουλίου, δίχως όμως να ελέγχεται από αυτόν. Εύλογο είναι, επομένως, ότι αφενός το πρακτικό πρέπει να φέρει τις υπογραφές της απαραίτητης πλειοψηφίας των δύο τρίτων (2/3) των μελών της παράταξης, αφετέρου ότι δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση περαιτέρω, πέραν δηλ. των απαιτούμενων εκ του νόμου υπογραφών, ουσιαστικού ή τυπικού ελέγχου του πρακτικού διαγραφής.

Έτσι για παράδειγμα ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου δε δύναται να ελέγξει τους λόγους που οδήγησαν στη διαγραφή, την έγκαιρη αποστολή προσκλήσεων για τη συνεδρίαση των μελών της παράταξης και άλλα τέτοια ζητήματα τα οποία αποτελούν εσωτερικά ζητήματα της παράταξης.

Πηγή: ΥΠ.Ε.Σ. (αριθ. Πρωτ. 19560/24-03-2020 έγγραφο ΥΠ.Ε.Σ/.../Τμήμα Οργάνωσης Τ.Α. Α΄΄ Βαθμού)